- εἰσπράττοντες
- εἰσπράσσωget inpres part act masc nom/voc pl (attic)εἰσπρά̱ττοντες , εἰσπράσσωget inpres part act masc nom/voc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαστήρ — μαστήρ, ῆρος, ό, ἡ (Α) αυτός που ερευνά, που αναζητά κάτι ή κάποιον («καὶ Κρέοντα πεμπόντων ἐμοῡ μαστῆρα», Σοφ.) 2. στον πληθ. oἱ μαστῆρες (στην Αθήνα) (κατά τον Φώτ.) «οἱ τὰ φυγαδευτικὰ χρήματα εἰσπράττοντες, οἱονεὶ ζητηταὶ τῶν φυγαδευτικῶν… … Dictionary of Greek